- οζοντομετρικός
- και οζονομετρικός, -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οζοντόμετρο ή στην οζοντομετρία.επίρρ...οζοντομετρικώςμε οζοντομετρικό τρόπο, μέσω τής διαδικασίας τής οζοντομετρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < οζοντομετρία. Ο τ. οζοντομετρικός μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.